KLAUDIA DELMER
KLAUDIA DELMER, φωνή
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΝΤΑ, πιάνο
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΑΜΠΑΣ, κιθάρα
Η Klaudia Delmer ερμηνεύει, μαζί με την πιανίστα Έλενα Χούντα, την ανέκδοτη δουλειά για πιάνο και φωνή ¨20 τραγούδια του Ελληνικού Λαού¨ σε μουσική Γιάννη Κωνσταντινίδη (1903-1984) αλλά και άλλα τραγούδια από την προσωπική της δισκογραφία.
Το έργο «20 τραγούδια του Ελληνικού Λαού» του Γιάννη Κωνσταντινίδη είναι ελάχιστα γνωστό στους Έλληνες ερμηνευτές και τελείως άγνωστο στους ξένους, καθώς δεν έχει ποτέ δισκογραφηθεί. Τα τραγούδια αυτού του έργου (1937-47) έχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να τα εντάξουν στον κορμό του παγκόσμιου ρεπερτορίου: ενδιαφέρουσα γραφή πιάνου με πλούσια ηχοχρώματα και αρμονίες, φωνητικές γραμμές που φέρουν το βάθος της δημοτικής παράδοσης μέσα από γραφή άλλοτε λυρική και θεατρική, άλλοτε έξυπνα μοντερνιστική και άλλοτε ως σοφία λιτή. Η καταγωγή πολλών από αυτά τα τραγούδια χάνεται στο βάθος του χρόνου. Ορισμένα δε είναι τόσο παλιά, ώστε ακόμη και «δημοτικοί» μουσικοί να τα θεωρούν άγνωστα.
Η Klaudia Delmer, παρ’ ότι δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα, γνώρισε και αμέσως εκτίμησε τα «20 τραγούδια του Ελληνικού Λαού» πριν από περίπου 7 χρόνια. Αμέσως περιέλαβε αρκετά απο αυτά τα τραγούδια στο πρόγραμμά της και τα παρουσίασε σε συναυλίες στην Ισπανία, Γερμανία, Πολωνία και Σουηδία. Η απήχηση αυτών των κομματιών στο κοινό ήταν εντυπωσιακή. Η Έλενα Χούντα πρωτοσυνεργάστηκε με την Klaudia Delmer πάνω στα κομμάτια αυτά του Κωνσταντινίδη το 2002. Από την άνοιξη του 2005 ξεκίνησαν οι δοκιμές και οι ηχογραφήσεις των 20 αυτών κομματιών στο στούντιο ΑKRON. Μέχρι στιγμής έχουν ηχογραφηθεί σε τελική μορφή περίπου τα μισά.
Klaudia Delmer, φωνή
Η Klaudia Delmer γεννήθηκε στην Βαρσοβία από πατέρα Ιταλό και μητέρα Πολωνέζα, αλλά μεγάλωσε στην Ισπανία. Γεννήθηκε λοιπόν στο Βορρά, αλλά μεγάλωσε και ζει στο Νότο. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο κόσμων, αυτών των δύο τρόπων κατανόησης του κόσμου, είναι η πηγή έμπνευσης για τη μουσική της και για το ρεπερτόριο της. Από τα παιδικά της χρόνια έδειξε έντονο ενδιαφέρον και θαυμασμό για τους τόσους τρόπους έκφρασης των ανθρώπινων συναισθημάτων μέσα από το λόγο, τη γλώσσα και τη μουσική.
Από την πατρίδα που γεννήθηκε, την Πολωνία, έχει αγαπήσει την κλασσική μουσική (οι ακριβοί της συνθέτες είναι οι Chopin, Szymanowski, Lutoslawski, Penderecki και Gorecki) και τη βαθιά ριζωμένη παράδοση του έντεχνου, θεατρικού τραγουδιού τόσο όμορφα πλασμένο από τον Preisner και τον λιγότερα γνωστό στο εξωτερικό Konieczny, που με τόση δεξιοτεχνία και φαντασία έχει μελοποιήσει την πολωνική ποίηση.
Στην πατρίδα που την μεγάλωσε, την Ισπανία, συναντάει την τρομερά δυναμική παράδοση του flamenco. Από μικρή λάτρευε το φλαμένκο. Ξεκίνησε μάλιστα να χορεύει από τα παιδικά της χρόνια. Λίγο αργότερα ξεκινάει τα πρώτα μαθήματα φωνητικής. Δίνει τα πρώτα της «δειλά» ρεσιτάλ στα πολυάριθμα bar της γειτονιάς “Lavapies” στη Μαδρίτη.
Στην ηλικία των 17 ετών ταξιδεύει στη Georgia των Ηνωμένων Πολιτειών και εκεί τελειώνει το Λύκειο. Προς μεγάλη της έκπληξη κερδίζει ένα διαγωνισμό όπερας για την Πολιτεία της Georgia και αποφασίζει να παρακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές στη μουσική και το τραγούδι. Μετακομίζει λοιπόν για σπουδές στη Νέα Υόρκη, όπου και έμεινε για τα επόμενα πέντε χρόνια. Πήρε το Bachelor of Music (Β.Μ.) με ειδικότητα στην όπερα και το τραγούδι το 1994 από το Mannes College of Music του Μανχάταν και ταυτόχρονα έκανε μαθήματα υποκριτικής στο ΗΒ Studios. Σημαντική είναι η συμμετοχή της σε master class της Victoria de los Angeles, του Franco Corelli, του Herman Prey και του Κώστα Πασχάλη. Στην Αμερική παίρνει μέρος σε παραγωγές όπερας και κερδίζει το διαγωνισμό τραγουδιού Koussevitzky (1992) και το διαγωνισμό Rosa Ponselle (1994) στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης. Έδωσε επίσης συναυλίες με διάφορα σύνολα και ατομικά ρεσιτάλ στην Αμερική, Ισπανία, Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Βέλγιο, Ολλανδία και Σουηδία.
Πριν ακόμη ακολουθήσει σπουδές κλασικής μουσικής, είχε έντονο ενδιαφέρον για παραδοσιακές μουσικές διαφόρων χωρών και πιο συγκεκριμένα των χωρών της Μεσογείου. Μέσα στα ακούσματά της ήταν και η ελληνική μουσική, πράγμα που την ώθησε να γνωρίσει την Ελλάδα και την κουλτούρα της από κοντά. Μετακομίζει στην Ελλάδα, όπου εκπλήσσεται με τον πλούτο και την ομορφιά του έντεχνου και του παραδοσιακού τραγουδιού.
Η Klaudia Delmer έχει τραγουδήσει όπερα, musίcal και έργα για φωνή και ορχήστρα. Έχει επίσης δώσει πολλά ρεσιτάλ τραγουδιού. Στην Ελλάδα έχει εμφανιστεί στη Λυρική Σκηνή σε όπερες και μιούζικαλ με σκηνοθέτες τους Γιάννη Καραχισαρίδη, Χριστόφορο Χριστοφή, Βασίλη Νικολαϊδη. Συνεργάζεται με την Συμφωνική Ορχήστρα και την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, με τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, με το Σύνολο Σύγχρονης Μουσικής της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, τη Λυρική Σκηνή, την Ορχήστρα των Χρωμάτων κλπ. εμφανιζόμενη στο Θέατρο Ηρώδη Αττικού, στο Μέγαρο Μουσικής κ.α.
Συνεχίζει την έρευνά της στον τομέα του τραγουδιού, από κλασικό στο έντεχνο και παραδοσιακό, από παλιό στο σύγχρονο. Αξιολογώντας τις ελληνικές καταβολές στο είδος του έντεχνου τραγουδιού, ενός είδους που συνδυάζει ποιητική και μουσική δημιουργία με τη λαϊκή βάση του plainsong–folksong, η Κλαούντια εντάσσει σταδιακά στις δραστηριότητες της τη δημιουργία στο είδος αυτό. Έχοντας αποκτήσει και η ίδια βιωματική σχέση με τις μουσικές του Χατζιδάκι και των νεωτέρων δημιουργών, νοιώθει την ανάγκη συμμετοχής σε αυτή τη διαδικασία. Συγκεντρώνοντας τις εμπειρίες και τα ακούσματά της από τις σπουδές της και από τις χώρες που έζησε, στηριζόμενη στη ρίζα της ελληνικής έντεχνης μουσικής, προτείνει και η ίδια καινούργια ρεπερτόρια.
Ο πρώτος της προσωπικός δίσκος με τίτλο Ainola κυκλοφόρησε από την ΛΥΡΑ τον Ιούνιο του 2001 με συνθέσεις του Βαγγέλη Φάμπα και του Νίκου Ξυδάκη και περιέχει τραγούδια στα ελληνικά (σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη), στα ιταλικά (σε στίχους της ίδιας της Klaudia) και στα ισπανικά (σε ποίηση του Antonio Gala). Ο δίσκος της αυτός λαμβάνει εξαιρετικά σχόλια και κριτικές από σύσσωμο τον τύπο και αποκτά φανατικούς φίλους μεταξύ των μουσικόφιλων.
Τον Μάρτιο του 2007 κυκλοφόρησε από την Universal Music ο νέος της προσωπικός δίσκος με τίτλο LaMAR – Δρόμοι της Θάλασσας σε μουσική Μίμη Πλέσσα και σε ποίηση ισπανόφωνων και Ελλήνων ποιητών. Τα 15 τραγούδια αυτού του δίσκου είναι αφιερωμένα στη Θάλασσα και σε θέματα που η θάλασσα συμβολίζει, όπως είναι το ταξίδι, η μοναξιά, η δύναμη, ο έρωτας, η απόσταση, ο πολιτισμός, η επικοινωνία.
‘Εχει επίσης συμμετάσχει στους δίσκους: «1922, From Asia to Europe» του Μιχάλη Νικολούδη (1999), «Gypsies Bar» (1999), «Τα πιο μεγάλα πράγματα τα έζησα μικρός» του Γ. Αλουπογιάννη & 4 Εποχών (2000), «Γράμματα στην πατρίδα» των Nor Dar (2000), στο soundtrack της ταινίας «Σώσε με» του Στράτου Τζίτζη (2002), «Ταμπαχανιώτικα» με τον Λάμπη Ξυλούρη (2004).
Αυτόν τον καιρό ηχογραφεί το νέο CD Έρως με στίχους για την αγάπη από όλον τον κόσμο, ενώ ολοκληρώνει τις ηχογραφήσεις του CD που περιλαμβάνει τα 20 τραγούδια του ελληνικού λαού, ένα ανέκδοτο κύκλο τραγουδιών του συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, με την πιανίστα Έλενα Χούντα.
Από το 2006 ανέλαβε την οργάνωση και είναι η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Πολιτισμικών Διαλόγων Ίκαρος στο νησί της Ικαρίας.
Link: www.klaudiadelmer.com
Έλενα Χούντα, πιάνο
Η Έλενα Χούντα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών. Στη συνέχεια φοίτησε στο Ωδείο Athenaeum πλάι στην Ντόρα Μπακοπούλου. Τον Ιούνιο του 1994 της απενεμήθη Δίπλωμα πιάνου με Άριστα και Α΄βραβείο και τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο του Athenaeum. Το 1995 διακρίθηκε στην Conferanza Musicale Mediterranea στη Σικελία και βραβεύτηκε με υποτροφία.
Συνέχισε τις σπουδές της στην Ελβετία δίπλα στον διεθνούς φήμης καθηγητή Gyorgy Sebok, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα τελειοποίησης από τους Lev Vlassenko, Leon Fleisher και Vladimir Krainev.
Με ρεσιτάλ και συναυλίες μουσικής δωματίου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως σολίστ. Στην Ελλάδα έχει δώσει περισσότερα από 60 ρεσιτάλ, κοντσέρτα και συναυλίες μουσικής δωματίου. Έχει εμφανιστεί στις περισσότερες αίθουσες συναυλιών της Αθήνας (Μέγαρο Μουσικής, Θέατρο Κολλεγίου Αθηνών, Πολυχώρος «Αθηναΐς», Αίθουσα «Παρνασσός», «Φίλιππος Νάκας», Αίθουσα «Μαρία Κάλλας Athenaeum», Ωδείο Αθηνών, Μουσείο Ιστορίας, Δημαρχείο Αθηνών, Τράπεζα της Ελλάδος κ.ά.), καθώς και στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τα Ιωάννινα, την Κόρινθο, την Καλαμάτα, τη Χίο και την Κρήτη.
Συμμετείχε επίσης σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Ελβετία, στο Βέλγιο και στην Ιταλία. Εκπροσώπησε τη χώρα μας στην Concerns Musicale Mediterranea, στη Σιικελία όπου βραβεύτηκε με υποτροφία. Έχει συμπράξει ως σολίστ με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, με το Συμφωνικό Σύνολο Βρυξελλών, με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ και με την Πειραματική Ορχήστρα Ρεθύμνου.
Από μικρή διακρίθηκε για το ταλέντο της στη σύνθεση. Σε ηλικία μόλις 11 ετών εμφανίστηκε σε εκπομπή της Ελληνικής τηλεόρασης, ερμηνεύοντας δική της μουσική. Παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης και ενορχήστρωσης από τον Βέλγο συνθέτη και μαέστρο Robert Janssens. Έχουν ερμηνευτεί έργα της για πιάνο, μουσικά σύνολα, γνωστούς σολίστες και παιδική χορωδία, ενώ παράλληλα γράφει μουσική για τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο.
Από το 2002 είναι μέλος του Ellemis Piano Quartet, με το οποίο έχει ηχογραφήσει ένα CD με έργα Johannes Brahms και Ernest Chausson, το οποίο κυκλοφόρησε το 2004 από την εταιρία Subways Music αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Τον Νοέμβριο του 2005 εκδόθηκε από την ίδια εταιρία και σε συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών το CD της με τίτλο «Ελλάνιον», όπου μαζί με τη Στέλλα Τσάνη στο βιολί ερμηνεύει έργα Σκαλκώτα, Καλομοίρη, Αντωνίου, Κονιτόπουλου και Κανάρη. Ηχογραφήσεις της έχουν μεταδοθεί πολλές φορές από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και έχει ερμηνεύσει πολλά έργα σε πρώτη εκτέλεση.
Σήμερα, εκτός από την καριέρα της ως σολίστ και ως μέλος του Ellemis, ασχολείται με τη σύνθεση, δίνει συναυλίες μουσικής δωματίου, επιμελείται και διευθύνει τη Μαθητική Ορχήστρα Λυκείου του Λυκείου της Σχολής Μωραϊτη και διδάσκει πιάνο στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας», στο παράρτημα Κηφισιάς. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά.
Βαγγέλης Φάμπας, κιθάρα
Ο Βαγγέλης Φάμπας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κλασική κιθάρα από πολύ μικρή ηλικία με τον πατέρα του, τον πολύ γνωστό κιθαρίστα Δημήτρη Φάμπα. Από την ηλικία των 16 ετών ασχολήθηκε με την σύνθεση.
Από το 1979 έως το 1995 έζησε στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε στο City University of New York (CUNY), ενώ συγχρόνως εργάσθηκε ως συνθέτης για το θέατρο και την τηλεόραση. Απέκτησε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα M.A. (Master of Arts) από το C.U.N.Y. και συνέχισε τις σπουδές του για το D.M.A. στο State University (S.U.N.Y.). Μεταξύ των καθηγητών του ήταν οι George Perle, Robert Starer, Henry Weinberg, Thea Musgrave και Arthur Harris.
Από το 1995 ο Βαγγέλης Φάμπας δραστηριοποιείται στην Ελλάδα ως κιθαρίστας, αλλά και ως συνθέτης και ενορχηστρωτής γράφοντας μουσική για ταινίες, για το θέατρο, για ντοκιμαντέρ, για διαφημίσεις. Συνεργάζεται επίσης ως συνθέτης με το ¨Ελληνικό Θέατρο της Νέας Υόρκης¨, καθώς επίσης και με το CBS και PBS TV στην Αμερική.
Γιάννης Κωνσταντινίδης (1903-1984)
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, που γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1903 και πέθανε στην Αθήνα το 1984, υπήρξε μία από τις πιό διακεκριμέvες προσωπικότητες της ελληνικής μουσικής του 20ου αιώνα (τόσο της «κλασικής» όσο και της «ελαφρας», στην οποία διέπρεψε με το ψευδώνυμο «Κώστας Γιαννίδης»).
Ήταν συνθέτης. πιανίστας και μαέστρος. Γόνος εύπορης μικρασιατικής οικογένειας (με καταγωγή από τη Ζαγορά Πηλίου) ήρθε από πολύ μικρός σε επαφή με τη μουσική και πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας στη Σμύρνη από τον Δnμοσθέvn Mιλανάκη. Τις παραμονές της Μεγάλης Καταστροφής του 1922 κατέφυγε με περιπετειώδεις συνθήκες στη Γερμανία και επί δεκαετία σπούδασε μουσική, αρχικά στη Δρέσδη με τον Μράσζεκ και μετά στο Βερολίνο (στηv Ανώτατη Μουσική Ακαδημία και στο Ωδείο «Στερν») μαθητεύοντας στους: Κάρλ Ροίσλερ (πιάνο). Πάουλ Γιουόv (ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση), Κάρλ Έρενμπεργκ (διεύθυνση ορχήστρας) και Κουρτ Βάϊλ (ενορχήστρωση). Στο Βερολίνο συvδέεται φιλικά με τοv Νίκο Σκαλκώτα, εvώ παίζει πιάνο σε καμπαρέ, θέατρο, «ντάνσινγκ», κινηματογράφους (εποχή «βωβού») και ρ αδιόφωνο.
Πρωτοεμφανίζεται ως συνθέτης στο Θέατρο του Στράλσουντ (Β. Γερμαvίο) με την οπερέτα «Το μικρόβιο της αγάπης» (1927). Το φθινόπωρο του 1931 φεύγει από τη Γερμοvία και εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου επί 30 ολόκληρα χρόvια εργάζεται στο μουσικό θέατρο και γενικά στοv ελαφρό χώρο (παίρνοντας το ψευδώνυμο «Κώστας Γιαννίδης», για να μη συγχέεται με τοv συνθέτη Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, που ήδη είχε καθιερωθεί στοv ίδιο χώρο). Το 1962 αποσύρθηκε οριστικά από τοv ελαφρό χώρο και ασχολήθηκε με το κλασικό του έργο που, βασισμένο στο δημοτικό τραγούδι, εμπλούτισε την Εθνική Σχολή με σελίδες αριστουργηματικής σαφήνειας και ομορφιάς. Το 1984 έσβησε σεμνά και αθόρυβα, όπως ακριβώς είχε ζήσει.
Εκτιμώντας συvολικά τη «διχασμέvη» του δημιουργία, ανακαλύπτουμε ένα συνθέτη πρώτου μεγέθους. Τόσο ως «Κώστας Γιαννίδης» (με τις 50 οπερέτες, τις πολυάριθμες επιθεωρήσεις, τα διεθνή βραβεία ελαφρού τραγουδιού και τα αμέτρητα πανελλήνια “σουξέ”) όσο και ως Γιάννης Κωνσταντινίδης εμφανίζεται παντού και πάντοτε απόλυτος κυρίαρχος τωv εκφραστικών μέσωv που μεταχειρίστηκε. Ιδιαίτερα στις κλασικές του συνθέσεις (δυστυχώς ολιγάριθμες) μας αποκαλύπτεται έvας καλλιτέχνης σπάνιας ευαισθησίας και κατάρτισης, προικισμέvος με αστείρευτη μελωδικότητα, με αρμονική τελειότητα και ενορχηστρωτική σοφία.